Αράθυμος,
-η, -ο
1.
αυτός που οργίζεται εύκολα και γρήγορα,
αψίθυμος. ΣΥΝ. Ευέξαπτος, οργίλος
2.
ράθυμος, νωθρός.
-αραθυμία
(η) [μεσν.], αραθυμώ ρ. [μεσν] {-εις ...}
[ΕΤΥΜ:
μεσν. (σημ1) <α- στερητ. + ράθυμος
– (σημ.2) α- προθεμ. + ράθυμος]
– (σημ.2) α- προθεμ. + ράθυμος]
Γ.
Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής
Γλώσσας, Β' έκδοση, Γ' ανατύπωση 2006 -
σελίδα
267
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου