Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Απεργάζομαι
ρ. μτβ. αποθ [αρχ.] {απεργάσ-τηκα, -μένος}
μηχανεύομαι, σχεδιάζω
(κάτι κακό): απεργάζεται συμφορές για
τους αντιπάλους του
ΣΧΟΛΙΟ λ. αποθετικός
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση,
Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 229
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου