Σούργελο
(το) (μειωτ.) γελοίο πρόσωπο ή πράγμα, που
γίνεται ο περίγελως των άλλων: έγινε ~
στη γειτονιά του || εμφανίστηκαν κάτι
σούργελα στην εκπομπή του.
ΕΤΥΜ.: από
συμφυρμό των λέξεων σούρνω (βλ.κ. σέρνω)
+ γελο (<γέλιο)
Γ.
Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής
Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006,
σελίδα
1626
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου