Οιηματίας (ο) {οιματιών}
(λογ.) πρόσωπο που
υπερεκτιμά τον εαυτό του και συμπεριφέρεται
αλαζονικά
ΣΥΝ. αλαζόνας, καυχησιάρης,
υπερόπτης, ΑΝΤ. μετριόφρων, ταπεινόφρων
[ΕΤΥΜ. μτγν < αρχ. Οίημα
(βλ.λ. οἴηση) + παραγ. επιθ. -ίας πβ. κ.
εγκλημα-τίας]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση,
Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 1283
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου