Καταλείπω
ρ. μτβ. [αρχ.] {κατέλιπα} (λογ.)
1. (για αποθανόντες) αφήνω (κάτι) ως κληρονομιά, κληροδότημα: κατέλιπε την περιουσία του σε φιλανθρωπικά ιδρύματα ΣΥΝ. κληροδοτώ
2. αφήνω (κάτι) άθικτο, χωρίς να του προκαλέσω φθορά, αλλοίωση ή τροποποίηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου