Ενδημικός,
-ή, -ό [1856]
1.
αυτός του οποίου η παρουσία συνδέεται
με συγκεκριμένο τόπο, περιοχή: ~ πρόβλημα
/ φαινόμενο
2.
(ειδικοτ. για ασθένεια) αυτός που
εμφανίζεται μόνιμα σε συγκεκριμένη
περιοχή: ~ νόσος (βλ.λ) / νόσημα
– ενδημικά
/ -κώς επίρρ. [1897] ενδημικότητα (η) [1894].
[Ελληνογενής ξένος όρος < γαλλ. Endèmique]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β' έκδοση,
γ' ανατύπωση 2006), σελίδα 605
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου