Διαρχία (η) [1887]
1. η άσκηση της εξουσίας από δυο πρόσωπα ή φορείς
2. ΦΙΛΟΣΟΦ. το φιλοσοφικό σύστημα, θεμελιώδης θέση του οποίου είναι ότι ο κόσμος κυριαρχείται από τις αντίδρομες δυνάμεις της ύλης και του πνεύματος. ΣΥΝ. δυϊσμός, ΑΝΤ. μονοϊσμός - διαρχικός, -η, -ο
[ΕΤΥΜ: <δι- (<δις "δυο φορές") + -αρχία < άρχω].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση
2006), σελίδα 492
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου