12 Σεπ 2010

Η ΛΕΞΗ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ (εβδομάδα 36η)

Εκτυπώστε την ανάρτηση!

Βέτο (το) ουσ. [< λατιν. ρ. veto (=απαγορεύω)] άρνηση επικύρωσης μιας αποφάσεως / Συνων. αρνησικυρία.

Τεγόπουλος - Φυτράκης, Ελληνικό Λεξικό, 16η έκδοση, σελίδα 148

Δεν υπάρχουν σχόλια: