Καρτερία (η) [αρχ.] (χωρ. πληθ.) η ιδιότητα του καρτερικού, η
υπομονή, η εγκαρτέρηση ΣΥΝ. ανοχή, καρτερικότητα ΑΝΤ. ανυπομονησία, αδημονία.Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β' έκδοση - γ' ανατύπωση, σελίδα 845
υπομονή, η εγκαρτέρηση ΣΥΝ. ανοχή, καρτερικότητα ΑΝΤ. ανυπομονησία, αδημονία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου