Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Ομοτικός, -ή, -ό [μτγν.]
1. αυτός που σχετίζεται με τον όρκο
2. ΓΛΩΣΣ. (παλαιότ.) ομοτικό μόριο, μόριο
που χρησιμοποιείται στον λόγο, όταν
ορκίζεται κανείς, λ.χ. το μα: μα τον Θεό
|| μα την αλήθεια.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας
Ελληνικής Γλώσσας, Β' έκδοση, Γ' ανατύπωση,
σελίδα 1257
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου