Ασθμαίνω
ρ. αμετβ.
[αρχ] {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.}
1. αναπνέω
δύσκολα και ακανόνιστα, έχω δύσπνοια
ΣΥΝ. ασφυκτυώ, πνίγομαι, λαχανιάζω,
αγκομαχώ.
2. (μεταφ.)
καταβάλλω πολύ μεγάλη προσπάθεια (ώστε
να μου κόβεται η ανάσα), για να προλάβω∙
κυρ. η μετχ. Ασθμαίνων, -ούσα, -ον: κατέφθασε
ασθμαίνων || (εμφατ.) εμφανίστηκε ασθμαίνων
και πνευστίων.
Γ.
Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Ελληνικής
Γλώσσας, Β' έκδοση, Γ' ανατύπωση 2006 -
σελίδα
295
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου