29 Απρ 2012

Η λέξη της εβδομάδας (εβδομάδα 17, 2012)

Εκτυπώστε την ανάρτηση!

Περισκοπήση (η)→ περισκοπώ

Περισκοπώ ρ. μετβ {περισκοπείς…| περισκόπησα} παρατηρώ εξεταστικά και με μεγάλη προσοχή κάθε σημείο ενός χώρου: ο κυβερνήτης του υποβρυχίου περισκοπεί την επιφάνεια της θάλασσας  
ΣΥΝ. κατοπτεύω, βολιδοσκοπώ, επιθεωρώ - περισκόπηση (η) [μτγν]
[ΕΤΥΜ. < αρχ. περισκοπῶ (-έω) < περι- + σκοπῶ «εξετάζω, παρατηρώ προσεκτικά (βλ.λ.)]

Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1385

Δεν υπάρχουν σχόλια: