Ελεεινός, -ή, -ό
1. αυτός που προκαλεί οίκτο, που είναι άξιος για λύπηση: ζούσαν σε ~ συνθήκες || τον βρήκαν σε ~ κατάσταση ΣΥΝ. αξιολύπτητος, αξιοθρήνητος
2. (κακοσ. -ιδ. για προσ.) αυτός που προκαλεί την αποδοκιμασία, την έντονη κατάκριση: ~ χαρακτήρας / συμπεριφορά / άνθρωπος ΣΥΝ. άθλιος, φαύλος, ποταπός, τιποτένιος
3. αυτός που έχει ιδιαιτέρως κακή ποιότητα : έμειναν σε ένα ! ξενοδοχείο με βρόμικα δωμάτια και ανύπαρκτες υπηρεσίες
ελεειν-ά / -ώς [αρχ.] επίρρ. ελεεινότητα (η) [μτγν.]
[ΕΤΥΜ. αρχ. <έλεος]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 585
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου