.
Ιδιοποιούμαι
ρ. μετβ. αποθ. [μτγν.] {ιδιοποιείσαι.. | ιδιοποι-ή-θηκα, -μένος}
κάνω (κάτι) δικό μου με αθέμιτο τρόπο: ιδιοποιήθηκε την περιουσία του αδελφού του / την επιτυχία του συναδέλφου του.
ΣΧΟΛΙΟ: Λ. κλέβω.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 770
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου