1. ο εξαιρετικά αγαπητός και επιθυμητός: ~ νεότητα / ευγένεια / χάρη ΣΥΝ. αξιαγάπητος, ευάρεστος
2. (σκωπτ.-λαϊκ.) ο καφές που σερβίρεται βαρύς γλυκός.
[ΕΤΥΜ. αρχ. <ερατός<έραμαι "αγαπώ, ποθώ", ανγ. ετύμου].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 667
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου