Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Καταδολίευση (η) [1879] (-ης κ. -εύσεως | -εύσεις, -εύσεων)
1. η χρήση δόλου για την εξαπάτηση (κάποιου)
2. ΝΟΜ. καταδολίευση δανειστών, η σκόπιμη μεταβίβαση από τον οφειλέτη περιουσιακών στοιχείων του σε τρίτους προκειμένου να μην ικανοποιηθούν από αυτά οι απαιτήσεις των δανειστών του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου