Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Αξιόχρεος, -η, -ο
αυτός που είναι φερέγγυος
στις οικονομικές του υποχρεώσεις: ~
οφειλέτης
ΣΥΝ. Αξιόπιστος. ΑΝΤ.
Αναξιόχρεος. Επίσης (αρχαιοπρ.) αξιόχρεως
[ΕΤΥΜ. < αρχ. ἀξιόχρεως
< ἀξιο- + -χρεως < χρέος]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β' έκδοση,
Γ' ανατύπωση, σελίδα 219
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου