Αιθεροβάμων, -ων, -ον
αυτός που κινείται, βαδίζει στους αιθέρες
(κυρ. μτφ) αυτός που κινείται εκτός πραματικότητας, που
σκέφτεται ή ενεργεί χωρίς επίγνωση της πραγματικότητας: έντιμος αλλά ~, αυτά
που υποστηρίζει δεν είναι ρεαλιστικά.
ΣΥΝ. αεροβάμων, ουτοπιστής, ανεδαφικός, φαντασιοκόπος,
ονειροπόλος
ΑΝΤ. ρεαλιστής, πραγματιστής, προσγειωμένος – επίσης
αιθεροβάμονας (ο/η)
[ετυμολογία: αρχ. αιθήρ, έρος + -βάμων < βαίνω]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’
ανατύπωση 2006, σελίδα 86
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου