Iδιώνυμος,
-η, -ο
ιδιαίτερος,
ξεχωριστός στις φράσεις α) ΝΟΜ. Ιδιώνυμο
(αδίκημα) το αδίκημα για το οποίο
προβλέπονται ιδιαίτερες (ελαφρύτερες
ή βαρύτερες) ποινές από αυτές που
προβλέπονται για τα αδικήματα της
γενικής κατηγορίας όπου υπάγεται: η
σωματική βλάβη ανηλίκων αποτελεί ~ που
τιμωρείται αυστηρότερα από την απλή
σωματική βλάβη.
β)
ΠΟΛΙΤ. Ιδιώνυμο (το) {ιδιωνύμου} κατασταλτικό
μέτρο που ίσχυε από το 1929 μέχρι το 1975
και ποινικοποιούσε την υποστήριξη και
διάδοση των κομμουνιστικών ιδεών.
[ΕΤΥΜ.
Μτγν. Αρχική σημασία “αρμόζων”, <
ίδι(ο)+ώνυμος (με έκταση του αρχικού
φωνήεντος εν συνθέσει) < όνυμα, αιτολ.
τ. λέξης όνομα. Ο νομικός όρος αποτελεί
απόδοση του λατινικού delicta
sui generis (κατά
λέξη: ιδιογενή αδικήματα / εγκλήματα]
Γ.
Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής
Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006,
σελίδα 771
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου