Μονομανία
(η) [1782]
1.
ψυχολ. Η ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται
από την απόλυτη εμμονή του ατόμου σε
μια μόνο ιδέα ή κύκλο ιδεών. ΣΥΝ. Ιδεοληψία.
2.
(μφτ) ο υπερβολικός ζήλος για κάτι, που
απορροφά ολοκληρωτικά κάθε σκέψη και
πράξη ενός ατόμου: έχει ~ με την τάξη.
[ΕΤΥΜ.
Ελληνογενής ξέν. όρ. < γαλλ. monomanie]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 1117
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου