Ανερμάτιστος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα και σαφή
προσανατολισμό, που μεταβάλλει εύκολα τις ιδέες του: άνθρωπος ~ ηθικά, δεν θα δίσταζε
να πατήσει επί πτωμάτων, προκειμένου να αναδειχθεί ο ίδιος ΣΥΝ. αλλοπρόσαλλος,
ασταθής
2. αυτός που γίνεται με επιπολαιότητα, χωρίς μελέτη και σαφή
προγραμματισμό: ~ πολιτική – ανερμάτιστα επιρρ.
[ΕΤΥΜ. αρχ. ἀν – στερητ. + ἑρματίζω "τοποθετώ έρμα υποστήριγμα"
< ἕρμα "σαβούρα – υποστήριγμα πλοίων, όταν αυτά βρίσκονται στην ξηρά
(βλ.λ.)]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου