Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Επίγευση (η) 1894 [-ης κ.
-εύσεως, χωρ. πληθ.]
η γευστική εντύπωση
που αφήνει έδεσμα ή ποτό μετά την
κατάποση: κρασί με έντονη και μακρά
στυφή ~ .
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 645
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου