κούρσος
(το), (λαϊκ.)
1.
το κούρσεμα, η πειρατεία, κάθε πράξης
βίαιης αρπαγής και οικειοποίησης αγαθών
ΣΥΝ. Καταδρομή, ληστεία, πειρατεία.
2.
(συνεκδ.) οτιδήποτε αποσπά κάποιος ως
λάφυρο από παράνομη ενέργεια (πειρατεία,
ληστεία, επιδρομή) ΣΥΝ. λάφυρα, λεία,
πλιάτσικο. Επίσης κούρσο {μεσν.}
[ΕΤΥΜ.
< μεσν. κοῦρσος < λατ. cursus
< ρ.
curro
“τρέχω”].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής γλώσσας, β' έκδοση, γ' ανατύπωση 2006, σελ. 947
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου