Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Αμβλύνοια
(η) {χωρίς πληθυντικό}
(επίσ.)
η νωθρότητα στη σκέψη και την αντίληψη,
διανοητική βραδύτητα ΣΥΝ. Βραδύνοια,
ηλιθιότητα, ΑΝΤ. Οξύνοια, οξυδέρκεια
σχόλιο:
λ. ανόητος
Γ.
Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής
Γλώσσας, β’ έκδοση, γ’ ανατύπωση 2006,
σελίδα 133
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου