Φώρωμαι
ρ. αμετβ. αποθ. {φωράσαι… | εφωράθην, -ης, -η …} (λογ. σπάν.)
1. συλλαμβάνομαι επ’ αυτοφώρω να διαπράττω αξιόμεμπτη ή κολάσιμη
πράξη: εφωράθη κλέπτων / να περιφέρεται υπόπτως ΣΥΝ. (λαϊκ.) πιάνομαι στα πράσα,
με τσακώνουν
2. (μτφ) γίνομαι φανερά αντιληπτός, πιάνομαι: ο βουλευτής
εφωράθη να αγνοεί τον κανονισμό της Βουλής.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, β’
έκδοση, γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 1918
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου