Ζοφερός, -ή, -ό
(λογ.) 1. αυτός που δεν
έχει καθόλου φως, ο εξαιρετικά σκοτεινός,
ώστε να προκαλεί φόβο: ~ σκότος / νύχτα
|| ~ υπόγεια
ΣΥΝ. θεοσκότεινος,
κατασκότεινος, (λογ.) ερεβώδης ΑΝΤ. φωτεινός, λαμπρός.
2. (μτφ) αυτός που προκαλεί
απαισιοδοξία και ανασφάλεια, που εμπνέει
φόβο και απελπισία: ζούμε σε ~ καιρούς
|| ύστερα από αυτή την αποτυχία, το μέλλον
του διαγράφεται ~ || ~ ύφος / έκφραση ΣΥΝ.
Δυσοίωνος, μαύρος
- Ζωφερά επιρρ. Ζοφερότητα
(η) [μεσν.]
[ΕΤΥΜ. Αρχ < ζόφος].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β’ έκδοση, Γ’ ανατύπωση 2006, σελίδα 713
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου