Πόρρω
απέχει (αρχαιοπρ.)
βρίσκεται
μακριά, διαφέρει πολύ: οι θέσεις τους
πόρρω απέχουν απ' τις δικές μας.
[ΕΤΥΜ.
αρχ. αττ. τ επιρρ. πόρσω< πρόσω, με
μετάθεση της συλλ. που περιέχει υγρό
σύμφωνο (δηλ. ημίφωνο) αφού οι σημ. των
επιρρ. πόρσω και πρόσω ταυτίζονται.
Λιγότερο πειστική η απευθείας σύνδεση
με το αλτ. porro
(*porso) βλ.
λ. πρόσω]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου