Εκβιάζω
ρ. μτβ [αρχ] {εκβίασ-α
(λογ. Εξεβίασα), -τηκα (λογ. -σθηκα), -μένος}
1.εξαναγκάζω με απειλή
(κάποιον) σε πράξη ή παράλειψη, ασκώ
εκβιασμό (βλ.λ.): έχοντας ενοχοποιητικά
στοιχεία γι' αυτόν, τον εκβίαζαν για να
του αποσπούν χρήματα
2. (μτφ) προσπαθώ να
επιτύχω κάτι με ανάρμοστο και πιεστικό
τρόπο: με θεαματικό πέσιμο στη μικρή
περιοχή ο παίχτης προσπάθησε να εκβιάσει
πέναλτι από τον διαιτητή || με παρακάλια
και υποσχέσεις προσπάθησε να εκβιάσει
τη συγκατάθεση των υπολοίπων.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση,
γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 566
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου