Παρασάγγης
(ο) {παρασαγγών}
αρχαίο μέτρο
μήκους των Περσών, ίσο περίπου με 5243
μέτρα.
Μόνο στη ΦΡ. "Απέχω παρασάγγας", έχω τεράστια διαφορά,
βρίσκομαι πολύ μακριά: ως επίδοση και
διαγωγή απέχει παρασάγγας από τους
συμμαθητές του || η συνεργασία τους
υπήρξε επιτυχής, παρότι οι απόψεις τους
απέχουν παρασάγγας.
[ΕΤΥΜ. αρχ <
αρχ περσ. Farsang]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄ έκδοση,
γ΄ ανατύπωση 2006), σελίδα 1335