Ανοικτίρμων, -ων, -ον
[αρχ.] {ανοικτίρμ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ.
-όνα), -όνων}
(αρχαιοπρ.) αυτός που
δεν αισθάνεται ή δεν εκδηλώνει οίκτο.
ΣΥΝ. Ανηλεής, ανάλγητος,
άκαρδος. ΑΝΤ. οικτίρμων ευσπλαχνικός,
πονόψυχος
ανοικτιρμόνως επιρρ.
(1873).
Γ.
Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής
γλώσσας (β΄ έκδοση, γ΄ ανατύπωση 2006),
σελίδα 194
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου