κατιμάς (ο) {κατιμάδες} (λαϊκ.) κομμάτι κατώτερης ποιότητας
κρέατος ή μέρος από τα οστεώδη τμήματα του σφαγίου, το οποίο προσθέτει ο κρεοπώλης
στο κρέας που έχει διαλέξει το πελάτης, για να μην του μείνει απούλητο.
[ΕΤΥΜ. <τουρκ. katma "πρόσθετος" < ρ. katmak
"προσθέτω"]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση,
γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 870
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου