Υπερφίαλος,
-η, -ο. (λογ).
1. (για προσ.) αυτός που υπερηφανεύεται υπερβολικά και παράλογα, που συμπεριφέρεται
με αλαζονεία και θράσος: ~ άνθρωπος / ηγεμόνας ΣΥΝ. αλαζόνας, (λογιοτ.) επηρμένος,
υπεροπτικός ΑΝΤ. ταπεινός, μετριόφρων.
2.
αυτός που χαρακτηρίζεται από αλαζονεία: ~ αξίωση / φιλοδοξία / συμπεριφορά ΣΥΝ.
υπεροπτικός ΑΝΤ. ταπεινός. - υπερφίαλα επίρρ.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση,
γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1840
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου