Το όνομά του κινείται κάπου μεταξύ μύθου και πραγματικότητας, αφού είναι - εκτός όλων των άλλων - και η προσωποποίηση του Έλληνα που δεν έχει απολύτως τίποτε, εμφανίζεται από το πουθενά (άγνωστος μεταξύ αγνώστων) και σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά του.
Το όνομά του Σπύρου Λούη ξανάρθε στην επικαιρότητα 116 χρόνια μετά τον θρίαμβό του στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας του 1896, ακριβώς λόγω εκείνης την πρώτης θέσης που κατέλαβε τότε στο αγώνισμα του Μαραθωνίου δρόμου και του ασημένιου κυπέλλου το οποίο είχε λάβει ως έπαθλο.
Ας δούμε όμως πως περιγράφεται το γεγονός της συμμετοχής του στους Ολυμπιακούς Αγώνες:
"Αυτός
ο άνθρωπος ήταν ο 23χρονος φουστανελάς, Σπύρος Λούης. Δημότης του
Αμαρουσίου ο Λούης, ήταν νερουλάς στο επάγγελμα και ο τελευταίος που
δήλωσε συμμετοχή στο αγώνισμα, μετά από προτροπή του ταγματάρχη
Παπαδιαμαντόπουλου. Ο τελευταίος υπήρξε...
διοικητής του Λούη κατά τη
στρατιωτική του θητεία και γνώριζε πολύ καλά τις αντοχές του στο
τρέξιμο. Μάλιστα φέρεται να είπε, "Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα για
τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά".
Στο
Μαραθώνιο πήραν μέρος 17 ερασιτέχνες αθλητές, καθώς είχε απαγορευτεί η
συμμετοχή σε επαγγελματίες. Πέντε χώρες, η Αμερική, η Ουγγαρία, η
Γαλλία, και η Αυστραλία είχαν από ένα εκπρόσωπο, ενώ ο αριθμός των
υπόλοιπων δρομέων συμπληρώθηκε από Έλληνες. Η διαδρομή των 40
χιλιομέτρων εκτείνονταν με αφετηρία την γέφυρα του Μαραθώνα, ως το
Παναθηναϊκό Στάδιο.
Την
εκκίνηση σήμανε με πιστολιά ο Παπαδιαμαντόπουλος, στις 2 ακριβώς το
μεσημέρι. Ο Λούης με σταθερό ρυθμό κατάφερε να προσπεράσει τους
αντιπάλους του, στο Πικέρμι έκανε μια στάση για ένα ποτήρι κρασί και
μόλις τρία χιλιόμετρα πριν το τέρμα, ανέλαβε επικεφαλής της κούρσας.
Ήταν τότε που ο Παπαδιαμαντόπουλος έσπευσε με άλογο να ενημερώσει το
Βασιλιά Γεώργιο Ά, που προΐστατο στο Καλλιμάρμαρο, ότι προηγείται στη
διαδρομή Έλληνας. Το νέο γρήγορα πέρασε από στόμα σε στόμα και σύντομα
σύσσωμο το κατάμεστο Στάδιο αναφώνησε, «Έλλην, Έλλην». Δύο ώρες 58
λεπτά και 50 δεύτερα από την αφετηρία, ο Λούης τερμάτιζε πρώτος εν μέσω
επευφημιών των 100.000 θεατών που είχαν συγκεντρωθεί στο Στάδιο.
Δεύτερος
πίσω από το Λούη τερμάτισε ο Χαρίλαος Βασιλάκος με διαφορά οκτώ λεπτών
ενώ τρίτος ο Σπυρίδωνας Μπελόκας. Ωστόσο, ο τελευταίος θα ακυρωνόταν
λίγο αργότερα, μετά από καταγγελία ότι είχε διανύσει μέρος της διαδρομής
πάνω σε κάρο. Την Τρίτη θέση κατέλαβε ο αμέσως επόμενος, ο Ούγγρος
Γκιούλα Κέλνερ.
Η
πρώτη θέση χάρισε στο Λούη ένα κλαδί ελιάς, το ασημένιο μετάλλιο καθώς
δεν είχε καθιερωθεί ακόμη το χρυσό, και το κύπελλο του Μπρεάλ. Ο
δεύτερος έλαβε ένα δάφνινο στεφάνι και ένα ασημένιο μετάλλιο, ενώ ο
τρίτος δεν έλαβε τίποτα, μια και βραβείο προβλέπονταν μόνο για τους δύο
πρώτους.
Αμέσως
μετά τη βράβευση ο λαός αγκάλιασε τον Ολυμπιονίκη Σπύρο Λούη,
αναδεικνύοντάς τον σε λαϊκό ίνδαλμα και εθνικό ήρωα. Ο ίδιος ο βασιλιάς
θα του χαρίσει μια σούστα για να κουβαλάει το νερό από το Μαρούσι στην
Αθήνα, ενώ σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, η συντεχνία αργυροχρυσοχόων
μία χρυσή αλυσίδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ένα δαχτυλίδι, ο
καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για ένα χρόνο, ο Παύλος
Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, μια ξενοδόχος δωρεάν φαγητό εφόρου ζωής, οι
Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφόρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια
κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή"
από τη "Μηχανή του Χρόνου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου