Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Επιτροπεία (η)
[αρχ.] {επιτροπειών} ΝΟΜ. η ανάθεση της διαχείρησης της περιουσίας ανηλίκων, αρρώστων και γενικά προσώπων ανίκανων για δικαιοπραξία σε άλλους
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, β' έκδοση, γ' ανατύπωση 2006, σελίδα 661
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου