ρ. μετβ {ανέγνωσα, αναγνώσθηκα (μτχ αναγνωσθείς, - είσα, έν)} (λόγ.) (ευχρ. συνήθ. ο αόρ.)
1. (γενικά) διαβάζω, κάνω ανάγνωση: ανέγνωσε ένα διήγημα
2. (ειδικότ.) διαβάζω κείμανο μεγαλοφώνως κατά τη διάρκεια του μαθήματος της ανάγνωσης (βλ.λ. σημ. 3)
3. διαβάζω λογοτεχνικό, ενώπιον ακροατηρίου, ή ιερό κείμενο (λ.χ. το Ευαγγέλιο), ενώπιον του εκκλησιάσματος: ηθοποιοί ανέγνωσαν αποσπάσματα από το έργο του συγγραφέα || ο ιερέας ανέγνωσε την ευαγγελική περικοπή.
ΣΧΟΛΙΟ λ. διαβάζω
[ΕΤΥΜ. μτγν. αρχ. ἀναγιγνώσκω, αρχική σημα. "γνωρίζω καλά", < ἀνά + γιγνώσκω. Από τη σημ. "γνωρίζω ξανά, αναγνωρίζω" προέκυψε, ήδη στην Αρχαία, η σημασία "διαβάζω"].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, β' έκδοση, γ' ανατύπωση 2006, σελίδα 147
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου