Απαρέσκεια (η)
[1814] {χωρ. πληθ.} το συναίσθημα που γεννιέται (σε κάποιον) όταν κάτι δεν (του) αρέσει, η δυσαρέσκεια: ήταν έκδηλη στο πρόσωπό του η ~ για όσα συνέβαιναν.
ΣΥΝ.: αποστροφή, ΑΝΤ. ευαρέσκεια, ευχαρίστηση
[ΕΤΥΜ. < αρχ. ἀπαρέσκω < ἀπ(ο) - στερητ. + ἀρέσκω).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, β' έκδοση, γ' ανατύπωση 2006, σελίδα 225
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου