Παντοίος, -α, -ο
(αρχαιοπρ.) αυτός που είναι κάθε είδους ή κάθε γένους, ποικίλος σε μορφή (κυρ. στον πληθ.): μετήλθε παντοία μέσα για την πολιτική του επικράτηση (πβ. κ . "εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον" από τον Ακάθιστο Ύμνο).
ΣΥΝ. παντοειδής, ποικίλος - παντοίως επιρρ. [αρχ.].
[ΕΤΥΜ. < αρχ. παντοίος < θ. παντ. (<πας, παντός) + επίθημα -οίος π.β. αλλοιος, ποιος κ.α.)]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής γλώσσας, β' έκδοση, γ' ανατύπωση 2006, σελίδα1315
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου