ρ. αμετβ. {βαττολογείς...: μόνο σε ενεστ. κ παρατ.} (αρχαιοπρ.) μιλώ ακατάσχετα, αναμασώ τα ίδια και τα ίδια, χωρίς να αναφέρω κάτι ουσιαστικό και χρήσιμο
ΣΥΝ. Φλυαρώ, μωρολογώ - βαττολογία (η) [μτγν.], βαττολόγος (ο/η)
[ΕΤΥΜ.< μτγν. βαττολογῶ (-έω), ηχομιμητική λ (με β' συνθ. -λογῶ < - λόγος), όπως φαίνεται και από το διπλό -ττ-, το οποίο μαρτυρείται και στο συνώνυμο "βατταρίζω" (βλ.λ.).
Το γεγονός ότι η λέξη μαρτυρείται για πρώτη φορά στην Καινή Διαθήκη κατά την Επί του Όρους Ομιλία (Ματθ. 6, 7: προσευχόμενοι δέ μή βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, με τη σημασία "επαναλαμβάνω τα ίδια και τα ίδια, κενολογώ"), έχει οδηγήσει στην άποψη ότι το ρήμα βαττολογώ είναι πιθ. νόθο σύνθ.: < αραμαϊκού battal "κενός, μάταιος" + -λογῶ]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 353
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 353
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου