πρόσωπο που επιθυμεί πάρα
πολύ τα αξιώματα, που επιδιώκει με κάθε τρόπο την εξουσία ΣΥΝ. αρχομανής,
σπουδαρχίδης - αρχολιπαρία (η)
{1890} αρχολιπαρικός, -ή, -ό [1886]
{ΕΤΥΜ. μτγν. <ἀρχο (<ἀρχή) + -λίπαρος < λιπαρῶ "επιθυμώ, επιζητώ" (βλ. λ. εκλιπαρώ)}
*σπουδαρχίδης
(ο) (σπουδαρχιδών)
νεαρός που επιδιώκει με κάθε
τρόπο την απόκτηση θέσεων, αξιωμάτων: με τις
νέες προσλήψεις γέμισε η εταιρία σπουδαρχίδες, που σκοτώνονται μεταξύ τους για
το για το ποιος θα καταλάβει πιο ψηλή θέση ΣΥΝ. θεσιθήρας.
[ΕΤΥΜ. αρχ. σπουδάρχης (βλ.λ.) + παρ. επίθημα - ίδης]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση
2006), σελίδα 291 &1640
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου