Λεγάτος (ο)
1. ΙΣΤ (στη
Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία) πρεσβευτής της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, δημόσιος λειτουργός,
που αποστέλλονταν είτε προς ξένα έθνη με συγκεκριμένες εντολές είτε προς τους
στρατιωτικούς διοικητές και τους συμμετέχοντες στη διοίκηση των επαρχιών, για
να τους επιβλέπει ή και να τους αντικαθιστά σε περίπτωση ανάγκης
2. ΕΚΚΛΗΣ.
(α) ο καρδινάλιος ή άλλος κληρικός που αναλαμβάνει να εκπροσωπήσει τον Πάπα ως
απεσταλμένος του (β) απεσταλμένος του Πάπα στις αυλές ηγεμόνων (γ) τίτλος που
έφερε ο κάτοχος επισκοπικού θρόνου.
[ετυμ. < λεγᾶτος / ληγᾶτος <λατ. legatus "απεσταλμένος» μτχ. του ρ. lēgo "αποστέλλω, πέμπω»]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου