Πατρωνία (η) [μτγν.] {πατρωνιών}
1. η ιδιότητα και το έργο του πάτρωνα, κυρ. η παροχή προστασίας,
2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. (α) το καταχρηστικό δικαίωμα προσώπου ή κόμματος με εξουσία να ευνοεί πρόσωπα χρήσιμα ή αρεστά σε αυτό ΣΥΝ. ευνοιοκρατία, ρουσφετολογία, φαβοριτισμός
(β) εξουσιαστική σχέση που συίσταται στην παροχή υπηρεσιών, εξυπηρετήσεων κλπ εκ μέρους του προστατευομένου προς τον προστάτη του.