Κουτσαβάκης (ο) {κουτσαβάκηδες}
(λαϊκ.) 1. λαϊκός μάγκας των αρχών του αιώνα, κυρ. στην Αθήνα, με χαρακτηριστικό μουστάκι, ντύσιμο, και τρόπο ομιλίας ΣΥΝ. παλληκαράς, ψευτοπαλληκαράς, μάγκας, νταής
2. (ως χαρακτηρισμός) πρόσωπο που κάνει τον μάγκα, που παριστάνει το παλληκάρι
Επίσης (υποκ.) κουτσαβάκι (το) - κουτσαβάκικος, -η, -ο, κουτσαβάκικα επιρρ.
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 949
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου