Εκτυπώστε την ανάρτηση!
Αναμφίλεκτος, -η, -ο
αυτός για τον οποίο δεν υπάρχουν αμφιλογίες ή διαφωνίες
ΣΥΝ. αναμφίβολος, αναντίρρητος ΑΝΤ. αμφισβητήσιμος, αμφιλεγόμενος. - αναμφίλεκτα/αναμφιλέκτως [μτγν] επίρρ.
[ΕΤΥΜ. μτγν. <αν-στερητ. + αμφίλεκτος < αμφιλέγω]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου