ρημ. αμετβ. [1887] {παραθέρισα} περνώ το καλοκαίρι μου: - Που θα παραθερίσετε φέτος; - Στο εξοχικό μας στο Πόρτο Ράφτη ΣΥΝ. καλοκαιριάζω ΑΝΤ. ξεχειμωνιάζω.
[ΕΤΥΜ. <παρά + θερίζω < θέρος (κατά το αρχ. παρα-χειμάζω), άσχετο από το μτγν. παραθερίζω = "θερίζω παράνομα (σε γειτονικό χωράφι)].
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1325
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου