Εκτυπώστε την ανάρτηση!
αποκαθηλώνω ρ. μετβ. (αποκαθήλω-σα, -θηκα, μένος) (λογ.)
1. ξεκαρφώνω, ξηλώνω από πάσσαλο
2. (μτφ) παύω να θεωρώ (κάποιον) αυθεντία, να αποδίδω (σε κάποιον) μεγάλες τιμές ΣΥΝ. απομυθοποιώ
{ΕΤΥΜ < μτγν. αποκαθηλώ (-όω) < από+καθηλώ < καθ.+-ηλώ < ήλος (ό), το καρφί
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου