Χρεωκοπία κ. χρεοκοπία (η) [μτγν. χρεωκοπιών]
1. η αδυναμία πληρωμής των χρεών (ατόμου ή εταιρείας), επειδή οι οφειλές προς τους πιστωτές υπερβαίνουν τα οικονομικά διαθέσιμα ΣΥΝ. πτώχευση
2. (μτφ.) η αποτυχία στην επίτευξη ενός στόχου : η εκπαιδευτική πολιτική οδηγείται σε ~ || η ~ των πολιτικών συστημάτων || η ~ μιας θεωρίας. --- χρεωκόπος κ. χρεοκόπος (ο) [μτγν.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1962
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου