1. Αυτός που μπορεί να περιστέλλει, να προκαλεί συρρίκνωση, περιορισμό των διαστάσεων ή των συνεπειών φαινομένου ή κατάστασης: ~ μέτρα κατά της φοροδιαφυγής ΣΥΝ. περιοριστικός, κατασταλτικός.
2. αυτός που σχετίζεται με την περίσταλση: ~ κύμματα (αντανακλαστικές συσπάσεις του οισοφάγου, του στομάχου και των εντέρων || ~κινήσεις (η περίσταλση)
περισταλτικά/ώς [επίρρ.]
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1386
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου