Λαμόγιο (το) (λαϊκ.-κακοσ)
ο αβανταδόρος, ο καιροσκόπος, πρόσωπο που δραστηριοποιείται σε διάφορους τομείς για να επωφεληθεί οικονομικά και στη συνέχεια να αποχωρήσει.
(ως επιρρ. στη φρ. την κάνω λαμόγια εξαπατώ κάποιον και εξαφανίζομαι. Επίσης λαμόγιας (ο).
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου