Προβοκάτσια (η) {χωρ. γεν πληθ.}
η δράση ή ενέργεια που έχει σκοπό να παρασύρει άτομο ή ομάδα σε παράνομες ή ανάρμοστες πράξεις ώστε να εκτεθούν και να ωφεληθούν οι αντίπαλοί τους, η αστυνομία κλπ: οι διοργανωτές της διαδήλωσης απέδωσαν τις καταστροφές καταστημάτων σε ~, που αποσκοπούσε στο να στρέψει την κοινή γνώμη εναντίον τους.
[ΕΤΥΜ. < ρωσ. provokatsija < λατ. provocatio "πρόκληση" < provocare "προκαλώ" (βλ. κ. προβοκάρω)
Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (β΄έκδοση, γ΄ανατύπωση 2006), σελίδα 1472
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου