Συμφύρω ρ. μτβ. {συνέφυρα, συμφύρ-θηκα, -μένος}
1. ανακατεύω σε τυχαίες δόσεις και αναλογίες, ενώνω αναμειγνύοντας ΣΥΝ. ανακατώνω, αναμειγνύω
2. (μετφ. κυρ. μεσοπαθ. συμφύρομαι) συγχρωτίζομαι, συναναστρέφομαι παρέες ή άτομα κατά τρόπο που υποβιβάζει τη γενική εικόνα μου, που με μειώνει ΣΥΝ. συναγελάζομαι.
[ΕΤΥΜ. αρχ. <συν + φύρω "ανακατεύω, αναμειγνύω (κυρ. πράγματα ή στοιχεία που δεν ταιριάζουν)" (βλ.λ. φύραμα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου